σουσαμιά

σουσαμιά
η
είδος φυτού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σουσαμιά — και σησαμιά, η, Ν το φυτό σήσαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι / σήσαμον + κατάλ. ιά (πρβλ. λεμον ιά)] …   Dictionary of Greek

  • σησαμιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ.), στην επαρχία Βισαλτίας, του νομού Σερρών. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ.). * * * η, Ν βλ. σουσαμιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”